- θερμίστορ
- Θερμική αντίσταση που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται έντονα με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Οι θ. αποτελούνται από μικρούς κρυσταλλικούς ημιαγωγούς ενδογενείς ή προσμείξεων και είναι από τα πιο απλά ημιαγωγικά εξαρτήματα. Διακρίνονται σε θ. με αρνητικό θερμικό συντελεστή αντίστασης α, στους οποίους η ηλεκτρική αντίσταση ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας και σε θ. με θετικό α στους οποίους η αντίσταση αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας. Για την κατασκευή των πρώτων χρησιμοποιούνται μείγματα οξειδίων μετάλλων μετάπτωσης (π.χ. Mn, Co, Ni, Cu, Ge και Si, ενισχυμένα με διάφορες προσμείξεις, ορισμένοι ημιαγωγοί, συνθετικός αδάμαντας, καρβίδιο πυριτίου (SiC) κ.ά. και για τους δεύτερους συνήθως στερεά διαλύματα τιτανιούχων αλάτων του βαρίου (BaTiO3), ενισχυμένα με προσμείξεις λανθανίου, δημητρίου, βισμουθίου κλπ. Οι θ. χρησιμοποιούνται (ως ηλεκτρονικά θερμόμετρα υψηλής ευαισθησίας) για τη μέτρηση της θερμοκρασίας ενός σώματος, σε διάφορα συστήματα σταθεροποίησης και ιδιαίτερα για την εξουδετέρωση της επίδρασης της θερμοκρασίας σε ηλεκτρονικά κυκλώματα με κρυσταλλολυχνίες. Η θερμομετρική ικανότητα μιας τέτοιας διάταξης βασίζεται στη σχέση μεταβολής της ειδικής του αντίστασης με τη θερμοκρασία. Κατασκευάζονται με τη μορφή ράβδων, σωλήνων, δίσκων και χαντρών και έχουν διαστάσεις που κυμαίνονται από λίγα μικρά έως μερικά εκατοστόμετρα.
Dictionary of Greek. 2013.